- πυκνόρρευστος
- -η, -ογια υγρά, αυτός που έχει πυκνή ροή, παχύρρευστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυκνόρρευστος — η, ο, Ν (για υγρό) αυτός που έχει μεγάλη πυκνότητα, μεγάλο ιξώδες, παχύρρευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ρευστός (< ῥέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Δ. Παπαβασιλόπουλο] … Dictionary of Greek
ημίρρευστος — η, ο σχεδόν ρευστός, παχύρρευστος, πυκνόρρευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ρευστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφόρο Θεοτόκη] … Dictionary of Greek
μελάτος — η, ο [μέλι] 1. πυκνόρρευστος, παχύρρευστος, ημίπηκτος σαν το μέλι 2. παρασκευασμένος ή περιχυμένος με μέλι («λουκουμάδες μελάτοι») 3. συνεκδ. γλυκός σαν το μέλι 4. φρ. «αβγό μελάτο» αβγό το οποίο δεν έχει βράσει πολύ και ο κρόκος του είναι… … Dictionary of Greek
παχύρρευστος — η, ο (για υγρά) αυτός που έχει μεγάλη πυκνότητα ώστε να ρέει δύσκολα, πυκνόρρευστος, πηχτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχύ * + ρρευστος (< ρευστός), πρβλ. πυκνό ρρευστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ] … Dictionary of Greek
πηκτός — ή, ό / πηκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και πηχτός Ν και δωρ. τ. πακτός, Α αυτός που έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί, ο πηγμένος (α. «πηχτό αίμα» β. «πηκτοῡ γάλακτος», Ευρ. γ. «πακτοῑο ἐκ κηρῶ», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. πυκνὁρρευστος, παχύρρευστος (α. «πηχτή… … Dictionary of Greek
πηλός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α 1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων 2. η λάσπη που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek
ροφηματώδης — ῶδες, Α [ῥόφημα, ατος] πολτώδης, πυκνόρρευστος … Dictionary of Greek
συμμιγής — ές, ΝΑ αναμεμιγμένος, σύμμικτος νεοελλ. φρ. «συμμιγής αριθμός» μαθημ. αριθμός που δεν ανήκει στο δεκαδικό σύστημα και ο οποίος αποτελείται από περισσότερα τού ενός μέρη τα οποία εκφράζουν το ίδιο φυσικό μέγεθος αλλά έχουν διαφορετικές μονάδες… … Dictionary of Greek
μελάτος — η, ο 1. πυκνόρρευστος σαν το μέλι: Μου αρέσουν τα μελάτα αβγά (αβγά που δεν έβρασαν αρκετά ώστε να πήξει ο κρόκος τους). 2. παρασκευασμένος ή περιχυμένος με μέλι: Τηγανίτες μελάτες. 3. (συνεκδοχ.), γλυκός σαν το μέλι: Φρούτα μελάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)